Η ανακύκλωση των χρησιμοποιημένων λαδιών από τις «μαστόρες» νοικοκυρές του χωριού!
Του Λούη Γ. Σερεμέτη
Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν με βεβαιότητα ότι η ανακύκλωση ήταν ανέκαθεν μέρος της ζωής του ανθρώπου, μόνο που οι τρόποι ανακύκλωσης ήταν πιο απλοί αφού δεν υπήρχε η τεχνολογία. Ο παλιατζής με κίνητρο ένα καλό χαρτζιλίκι, αναλάμβανε το μάζεμα υλικών του νοικοκυριού που αν και είχαν χρησιμοποιηθεί μπορούσαν να είναι ακόμα χρήσιμα για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Τούτες τις μέρες ένας παλιατζής με ένα φορτηγάκι που περνάει χρόνια τώρα από όλα τα σοκάκια του χωριού, διαλαλούσε ότι αγοράζει όλα τα παλιόλαδα, ή τα αλλάζει με σαπούνια, σκόνες και χλωρίνες», αφού είναι μια πρώτη ύλη στην βιομηχανία απορρυπαντικών. Κάποτε γέμιζε με παλιόλαδα όλα τα κιούπια που είχε στην καρότσα, όμως τώρα φεύγει άδειο αφού σπάνια βλέπεις γυναίκες να βγαίνουν για να πουλήσουν παλιόλαδα, ή να τα ανταλλάξουν με χημικά απορρυπαντικά, αφού δεν τα μαζεύουν πια, και τα αδειάζουν όπου βρουν! Παλιά όποια έχυνε τα λάδια την λέγανε «ρούτα», «άφτουρη», και «αχαΐρευτη»!
Πριν χρόνια ό,τι περίσσευε στο σπίτι δεν πετιόταν εύκολα, αφού εύρισκαν τρόπους να ξαναχρησιμοποιηθεί. Και τότε γινόταν ανακύκλωση, γιατί βασική αρχή ήταν τίποτα να μην πάει χαμένο μέχρι να χρησιμοποιηθεί ξανά με κάθε τρόπο, αφού η σωστή διαχείριση έδειχνε την νοικοκυροσύνη της νοικοκυράς, και την προκοπή του σπιτιού! Τα ρούχα τα μεταποιούσαν για να ξαναφορεθούν από τους μικρότερους, ή αδύνατους, το φαγητό που περίσσευε έμπαινε στο κλουβί για την επόμενη, και αν ξίνιζε το έτρωγαν οι κότες, ή το γουρούνι. Τα παλιά σίδερα από τα εργαλεία των αγροτών, και τα χαλκώματα των γυναικών τα μάζευαν οι παλιατζήδες. Αλλά τα τηγανισμένα λάδια που περίσσευαν από το φαγητό, τα ζωικά λίπη από κότες αρνοκάτσικα χοιρινά, και τις μούργες από τα ντεπόζιτα του λαδιού, οι νοικοκυρές τα μάζευαν σε λαήνες που δεν τρυπούσαν από σκουριά, για να φτιάξουν το δικό τους σπιτικό σαπούνι, το γνωστό «πράσινο σαπούνι», που θα μπορούσε να ονομάζεται έτσι και από τον οικολογικό και φιλικό προς στο περιβάλλον τρόπο παρασκευής του!
Το φθινόπωρο που ψυχραίνει ο καιρός, έφτιαχναν το σαπούνι τους για την οικονομία, και για την καθαριότητα, τη «μισή αρχοντιά»! Βοηθιόντουσαν μεταξύ τους, και έστηναν στις αυλές τους τα «κακαβόλιθρα», για να ακουμπήσουν πάνω από τη φωτιά το χαρανί που είχαν για σαπούνι και για πλύσιμο, που χώραγε δώδεκα «μπότσες» νερό και δώδεκα λάδι, η μία «μπότσα» ήταν δύο οκάδες, περίπου 2,6 κιλά. Από το μπακάλικο αγόραζαν το «σπίρτο», και από τον «μπάλτο» χοντρό αλάτι, όλα ζυγισμένα με ακρίβεια. Κάθε «μπότσα» λάδι ήθελε 312 δράμια «σπίρτο», και 60 δράμια αλάτι χοντρό, το «μάρμαρο» όπως το λέγανε. Όσοι έμπαιναν στην αυλή έριχναν και μια πέτρα άσπρη, για να γίνει το σαπούνι σκληρό και άσπρο σαν μάρμαρο! Οι γριές «μαστόρες» ορμήνευαν, οι νεότερες μετρούσαν τα υλικά, φρόντιζαν τη φωτιά, ανακάτευαν, λιώνανε το σπίρτο με την «κεψέ», τη σιδερένια τρυπητή κουτάλα, με προσοχή μην πέσει άλιωτο στον πάτο και τρυπήσει το χαρανί.
Όταν έπεφτε πολύ σπίρτο γιατί τους ξεγελούσε η αναλογία του φυτικού λαδιού και του ζωικού λίπους, το καταλάβαιναν αμέσως με ένα ξυλάκι που το βύθιζαν στο σαπούνι, οπότε πρόσθεταν και άλλο λάδι και το διόρθωναν, και εκεί ήταν η μαστοριά! Για να μην ερεθίζει το σαπούνι, κρατάγανε το χέρι τους στο «σπίρτο» και δεν γινόταν σαπούνι όλο το λάδι, αλλά ήταν απαλό. Το σαπούνι από λιόλαδο δεν άφριζε όσο αυτό με το ζωικό λίπος, ήταν όμως πιο ακριβό γιατί ήταν περιζήτητο ας ήταν και από «μούργες». Όσο πιο καθαρό ήταν το λάδι, τόσο πιο άσπρο το σαπούνι. Πολλές γυναίκες έφτιαχναν σαπούνι με παραγγελία και το πούλαγαν στις πολιτείες, αλλά και στο χωριό, στη γυναίκα του πρόεδρου, του δάσκαλου, του καθηγητή, του έφορα, του χωροφύλακα, του αγρονόμου, του ειρηνοδίκη, και στην κυρά παπαδιά, που το τρίβανε με τον τρίφτη και πλένανε στο πλυντήριο!
Το έφτυναν ασταμάτητα να μην το ματιάσουν, το δοκίμαζαν με το ξυλάκι, και όταν έπηζε πάνω του και γινόταν σαν λέπι ψαριού, και το μίγμα δεν είχε φουσκάλες με λάδι, το σαπούνι είχε πετύχει! Τότε έσβηναν τη φωτιά, το χάραζαν σε λωρίδες, το σταύρωναν βάζοντας δύο ξυλάκια για σταυρό και στην μέση ένα κάρβουνο για να μην το πιάσει το μάτι, το έφτυναν για τελευταία φορά «να γίνει σαν το μάρμαρο», και το σκέπαζαν με τάβλες μην πέσει μέσα κανένα κατσούλι από περιέργεια! Αν παρά την προσπάθεια το μίγμα έμενε σαν χυλός, τότε έψαχναν να βρουν ποιος περαστικός μαγαρισμένος το είδε, και ποιο φθονερό μάτι το μάτιασε, και το ξανάβραζαν. Το έκοβαν με το πριόνι το άλλο πρωινό, και το ακάθαρτο νερό που έμενε στο χαρανί, το «προτιό», που ήταν καυστικό, το έριχναν στη λεκάνη του «μέρους», ή στον νεροχύτη για να καθαρίσουν τις αποχετεύσεις, ή για να ξεράνουν κάποιο δέντρο. Τέτοιο καιρό που τα περσινά κρασιά είχαν «κλωτσήσει», όταν γλώσσιαζαν το κρασί και «έκλεινε το μάτι» και ανατρίχιαζαν, λέγανε στον «κρασοπούλο», «προτιό μας πούλησες; Ρίχτο στα βάτα να ξεραθούν»!
Όσο είχαν απλωμένο το σαπούνι να στεγνώσει, κλείνανε τις πόρτες της αυλής για να μην μπουν και το πάρουνε τα σκυλιά, και οι τσιγγάνες που θα τους έκαναν στο σπίτι «μαγάρα» κρύβοντας «για το καλό» μια πλάκα σαπούνι κάτω από τα φουστάνια τους! Αλλιώς το γύρευαν και δεν φεύγανε αν δεν έπαιρναν τουλάχιστον μια πλάκα στο τσαντίρι τους! Το σαπούνι ήθελε ενάμιση μήνα να γίνει, γιατί τότε σκλήραινε και δεν έλιωνε εύκολα, και φτούραγε. Το χρησιμοποιούσαν και στην πρακτική ιατρική, στις μαλάξεις με σαπουνόνερο των πονεμένων χεριών και ποδιών, αλλά και στα σπασίματα όπου χρησιμοποιούσαν το «αυγοσάπουνο», ένα κατάπλασμα από τριμμένο σπιτικό σαπούνι, ούζο, και ασπράδι αυγού! Μόλις έφερναν τα κόκκαλα στη θέση τους, τα ακινητοποιούσαν με ένα παχύ στρώμα «αυγοσάπουνου» που ανακάτευαν εκείνη την ώρα, και το άλειφαν σε ένα πανί που είχαν τυλίξει στο σπάσιμο, που όσο ξεραινόταν τόσο σκλήραινε και γινόταν σαν το γύψο, και μετά από δέκα μέρες, έσπαγαν το «αυγοσάπουνο». Με χλιαρό νερό και σπιτικό σαπούνι έκαναν μασάζ στα στραμπουλιγμένα χέρια ή πόδια, ή στο νευροκαβαλίκεμα. Με σπιτικό σαπούνι πλένανε τα μωρά και τους κατάκοιτους, γιατί ήταν το μόνο σαπούνι που δεν ήθελε ξέβγαλμα και δεν ερέθιζε την ευαίσθητη επιδερμίδα.
Με σαπούνι και αλισίβα πλένανε τα ρούχα στη γούρνα της αυλής ή στη σκάφη, και τα χοντρόρουχα στο ποτάμι. Στην ατομική υγιεινή το σαπούνι ήταν και σαμπουάν και αφρόλουτρο, 2 σε 1, δεν πέφτανε τα μαλλιά, ούτε βγάζανε «ψαχνίδα», όπως λέγανε την πιτυρίδα! Με σαπούνι λουζόμαστε και κάναμε μπάνιο κάθε Σαββάτο με το κατσαρολάκι στο σκαφίδι! Στο λούσιμο πάντα βάζαμε τρείς φορές σαπούνι αφού από την λέρα άφριζε την τρίτη φορά, και αν το νερό ήταν «θεϊκό», το βρόχινο που έπιαναν από τον ρεύτη, άφριζε και καθάριζε καλύτερα, και τα μαλλιά τριζοβόλαγαν από την καθαριότητα! Μας άκουγε η γειτονιά όταν μας τσούζανε τα μάτια μας, και αν σπαρταράγαμε από το τσούξιμο, τρώγαμε και καμιά στο κεφάλι, πότε με το κατσαρολάκι, και πότε με το σαπούνι!
Κι αν πέρασαν τόσα χρόνια, είναι σα να βλέπουμε τώρα τις γυναίκες που έπλεναν στοίβες τα ρούχα με το σαπούνι σκυφτές όλη μέρα πάνω από τη σκάφη. Ακόμα γελάμε με το σκυλί που έβγαινε από την αυλή με ένα κομμάτι σαπούνι στο στόμα που το πετροβολούσαν κυνηγώντας το μπας και το αφήσει, και με τη γριά τσιγγάνα που έλεγε τη μοίρα του κοριτσιού για μια πλάκα σαπούνι! Αλλά πως μπορείς να ξεχάσεις τα Σαββατόβραδα που πότε με το καλό και πότε με το άγριο πολεμάγανε να μας μαζέψουν για το λούσιμο και το μπανιάρισμα, για να πάμε την Κυριακή καθαροί στην εκκλησία! Αξέχαστη έμεινε και όλη η τελετουργία, και η ρούγα γύρω από το χαρανί με τις γυναίκες που βοηθούσαν και έπιναν καφέδες όλη μέρα και έλεγαν και το φλιτζάνι, με τα καλαμπούρια τους, αλλά και με την αγωνία στο πρόσωπο αν θα πετύχει το σαπούνι. Θυμάμαι σαν τώρα τα δασκαλέματα της θειάς Μήτσαινας, της θειάς Στρατούς, της θειάς Νικόλαινας, γνωστές «μαστόρες» στο σαπούνι που πήγαιναν στα σπίτια χωρίς βαρυγκώμια όποτε τις φώναζαν, να επιβλέπουν και να ορμηνεύουν, για να μάθουν στις νεότερες την ανακύκλωση του λαδιού και του λίπους μέσα από την τέχνη του σαπουνιού, γιατί τίποτα δεν έπρεπε να πάει χαμένο, και για να γίνουν τα κορίτσια καλές νοικοκυρές, άξιες για το σπίτι! Αυτόν τον κόσμο θυμόμαστε, και αυτές τις συνήθειες και τα έργα του νοσταλγούμε! Χίλιες ευχές για καλό Σαββατοκύριακο με υγεία, και κατάλευκο σαν το αγνό χωριάτικο σαπούνι!
Πηγή: περιοδικό “ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ”