Του Ηλία Γιαννακόπουλου – Φιλόλογου
*Τα Υποκείμενα της Ιστορίας
“Και ακούσαντες οι όχλοι εξεπλήττοντο επί τη διδαχή αυτού” // “Οι δε όχλοι έκραζον λέγοντες. Ωσαννά εν τοις υψίστοις” /// “Τι ουν ποιήσω Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσιν αυτώ πάντες. Σταυρωθήτω…Οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες: Σταυρωθήτω…”
Τα παραπάνω αποσπάσματα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον περιγράφουν ανάγλυφα αλλά και με περισσή πιστότητα τόσο το ρόλο του Πλήθους-Όχλου στην δημιουργία της Ιστορίας όσο και το ευμετάβλητον των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η στάση του απέναντι σε ένα Άτομο-Ιησού που με τα λόγια του και τις πράξεις του άλλοτε τον (Όχλο) σαγήνευε (“εξεπλήττοντο”) κι άλλοτε τον φόβιζε (“και ζητούντες αυτόν κρατήσαι εφοβήθησαν τους όχλους, επειδή ως προφήτην αυτόν είχον”).
Πώς μπορεί, αλήθεια, και μέσα από ποιους μηχανισμούς προπαγάνδας και χειραγώγησης των συναισθημάτων και των φρονημάτων, ένας λαός, το Πλήθος-Όχλος να κινείται με τόση ευκολία από το “Ωσαννά” στο “Σταύρωθήτω”;
Αφορμώμενοι από την συμπεριφορά του Πλήθους-Όχλου απέναντι στον Χριστό (το ξεχωριστό άτομο) και γνωρίζοντας ιστορικά την αστάθεια και το ευεπίφορον της συμπεριφοράς του (Όχλου) σε άνωθεν εντολές, στην προπαγάνδα και στην ψυχολογική ποδηγέτηση εύκολα οδηγούμαστε στο διαχρονικό και αναπάντητο Ερώτημα: “Την Ιστορία την γράφει ο Λαός, το Πλήθος, ο Όχλος ή τα ξεχωριστά και προικισμένα Άτομα”;
Οι απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα ποικίλλουν και μία σύντομη καταγραφή τους θα βοηθούσε στην κατανόηση των διάφορων παραμέτρων του.
*************************************************************************
«Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις / κι αυτοί κληρονομήσαν τα δικαιώματα / φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα / σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία – / εξακοντίζουν ταβέλη τους εναντίον μου – / η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες» («Κατά Σαδδουκαίων», Μ. Κατσαρός)
Μπορεί στις μέρες μας να μην υπάρχουν «Ύπατοι» ως πολιτικό αξίωμα, ούτε και το «πορφυρούν ένδυμα» ως σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Μπορεί οι «πορφυρογέννητοι» να εξέλιπαν, όπως και οι πολιτικές «πανοπλίες». Ωστόσο παραμένουν, έστω και με άλλη μορφή, τα παράγωγα αποτελέσματά τους και οι παράπλευρες απώλειές τους: Η άσκηση εξουσίας και η απώλεια της ελευθερίας μας.
Πολλοί πιστεύουν πως εδώ και αιώνες από τη μετάβαση των φυλετικών κοινωνιών στις πολιτικές κοινωνίες, οι σχέσεις εξουσίας παραμένουν ίδιες με μικροδιαλείμματα επαναστατικών περιόδων. Παράγωγο φαινόμενο αυτών των σχέσεων τα πολιτικά δικαιώματα των ανθρώπων, η βίωση της πολιτικής ελευθερίας ως πυρηνικού στοιχείου της δημοκρατίας και κυρίως ο ρόλος του ατόμου ως πρωταγωνιστική – δημιουργού της ιστορίας. Συναφής με τα παραπάνω είναι και η δυνατότητα του ατόμου να αυτοπροσδιοριστεί και να αποκτήσει ταυτότητα αλλά και να αποφύγει τον κίνδυνο να αποτελέσει μέλος της πολιτικής αγέλης που τόσο ευνοείται από τους μηχανισμούς πολιτικής χειραγώγησης της εποχής μας.
Παράλληλα το ερώτημα εξακολουθεί να υφίσταται αν η καταπάτηση των δικαιωμάτων μας και της θέλησής μας – «η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες» – είναι προϊόν της αυταρχικής εξουσίας των «υπάτων» ή και της δικής μας συναίνεσης – έστω και σιωπηλής; Ερωτήματα που εξακολουθούν να τίθενται όσο το πολιτικό μας σύστημα και η ευάλωτη δημοκρατία μας δεν πείθουν πάντοτε για τις «αγνές» προθέσεις της.
Ο ρόλος του ατόμου
Για τους πολιτειολόγους, τους κοινωνιολόγους, τους φιλοσόφους και τους ψυχολόγους, το άτομο – νοούμενη ως η άτμητη και αδιαίρετη κοινωνική μονάδα – συνιστά το πυρηνικό στοιχείο της πολιτικής κοινωνίας αλλά και το υποκείμενο της ανθρώπινης ιστορίας. Στην άποψη αυτή αντιπαρατίθενται όσοι πρεσβεύουν πως η οργανωμένη κοινωνία και οι συλλογικότητες λειτουργούν ως πυλώνες του πολιτισμού και ως πυροκροτητές των αλλαγών. Κι αυτό γιατί τίποτα δεν υπάρχει έξω από την κοινωνία. Ο Μαρξ θεωρούσε πως ο άνθρωπος είναι δημιούργημα των κοινωνικών σχέσεων.
Ωστόσο και όσοι προβάλλουν εμφαντικά το ρόλο του ατόμου στο ιστορικό γίγνεσθαι θέτουν ως προϋπόθεση την διαμόρφωση μιας γνήσιας ταυτότητας που θα το διαφοροποιεί από την αγέλη των ομοίων του. Εξάλλου η ιστορία αναγνώρισε εκείνα τα άτομα που ξεχώρισαν από την μετριότητα των συνανθρώπων τους κι έκτισαν μία προσωπικότητα που «εξέπεμπε» δύναμη κι ασφάλεια στο πλήθος. Είναι τα άτομα με «ισχυρή» ή «ηγετική» προσωπικότητα.
Οι υπέρμαχοι της μοναδικότητας του ατόμου εδράζουν τα επιχειρήματά τους στους βιολογικούς νόμους αφού κάθε άνθρωπος έχει το ξεχωριστό του δακτυλικό αποτύπωμα που αντανακλάται σε όλες τις εκφράσεις της συμπεριφοράς του (ηθική, ιδεολογικά πιστεύω, αισθητικές προτιμήσεις…). Εξάλλου τη μοναδικότητα του ατόμου δεν την αναδεικνύει ως βιολογικό νόμο μόνον η φύση αλλά και οι ίδιες οι κοινωνίες μέσα από την ποικιλία των πολιτιστικών τους δημιουργημάτων (θρησκείες, ήθη και έθιμα, τέχνη, μουσική…).
Στη φαρέτρα των επιχειρημάτων για το ρόλο του ατόμου – ως φορέα μιας ξεχωριστής ταυτότητας και προσωπικότητας – μπορούν να ανιχνευτούν και τα αρνητικά φαινόμενα που συνοδεύουν συνήθως τις εκδηλώσεις του πλήθους που τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως αδιαφοροποίητη μάζα. Αυτός ο κομφορμισμός – προϊόν των πολυποίκιλων μηχανισμών εξομοίωσης των ατομικών ιδιαιτεροτήτων – λειτουργεί διαβρωτικά στην πρωτοτυπία, τη δημιουργικότητα, την πρωτοβουλία και τη φαντασία του ατόμου. Έτσι ακυρώνεται στη βάση της κάθε διεργασία για αλλαγή και πρόοδο.
Η δύναμη του πλήθους
Βέβαια οι υπερασπιστές των συλλογικοτήτων και της παρεξηγημένης δύναμης και δράσης του πλήθους έχουν να παρουσιάσουν πληθώρα παραδειγμάτων από την ιστορία που καταδεικνύουν το δημιουργικό τους ρόλο. Αυτοί διατείνονται πως οι μεγάλες επαναστάσεις – πολιτικές και εθνικές –δεν ήταν έργο των μεμονωμένων και «χαρισματικών» προσωπικοτήτων, αλλά και της δυναμικής που ενυπάρχει στη μάζα. Χωρίς τη δράση αυτής και οι πιο μεγαλεπήβολες ιδέες θα έμεναν ανεκπλήρωτες. Η επιτυχία της Γαλλικής και της Οκτωβριανής επανάστασης δεν χρεώνεται αποκλειστικά στους διαφωτιστές – διανοούμενους (Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ…) ούτε μόνον στον Λένιν.
«Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος και η δύναμη του λύκου είναι η αγέλη» (Κίπλινγκ, «Το βιβλίο της ζούγκλας»)
Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να αντιτείνει πως το πλήθος στις επαναστατικές περιόδους και εκδηλώσεις του εμπνεύστηκε και καθοδηγήθηκε από τη σκέψη ή τη δράση μιας ηγετικής προσωπικότητας. Σπανίζουν οι περιπτώσεις που ο λαός έδρασε αυτοβούλως ως επαναστατικό υποκείμενο. Ακόμη και η επανάσταση των δούλων στην αρχαία Ρώμη (73-71π.Χ.) είχε ως πρωτεργάτη και αδιαφιλονίκητο ηγέτη τον Σπάρτακο που έμελλε να γίνει ένα οικουμενικό σύμβολο εξέγερσης και αντίστασης του ασύντακτου πλήθους. Όταν το πλήθος έδρασε ασύντακτα και αυθόρμητα τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά και τις περισσότερες φορές ενίσχυσε τη δύναμη της εξουσίας των καταπιεστών.
Παραδείγματα αυθόρμητων εκδηλώσεων κάποιου τμήματος του πλήθους έχουμε τα τελευταία χρόνια τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ελλάδα, γνωστά ως κινήματα των «αγανακτισμένων» ή της «πλατείας». Οι Ισπανοί αγανακτισμένοι, οι «Indignados» και το πολιτικό τους τέκνο οι podemos δεν ευδοκίμησαν, παρά τις ευκαιριακές τους επιτυχίες. Ανάλογη ήταν και η πορεία των ελληνικών κινημάτων όπως και του πρόσφατου κινήματος των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Η εμπειρία αυτών των κινημάτων κατέδειξε την αδυναμία τους να επιφέρουν τις αλλαγές που ευαγγελίζονταν στο βαθμό που τους έλειπε η οργάνωση, ο βασικός στόχος και κυρίως η αδιαμφισβήτητη ηγετική προσωπικότητα που θα συμπύκνωνε τις επιμέρους διεκδικήσεις τους.
«Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι / η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος / μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου / για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση» («Κατά Σαδδουκαίων»)
Το ιστορικό και πολιτικό δίδαγμα και απόσταγμα όλων των παραπάνω είναι πως δεν αρκεί ο αυθορμητισμός και η δύναμη του πλήθους για την ευδοκίμηση της αλλαγής. Εκείνο που χρειάζεται είναι η παρουσία μιας ηγετικής προσωπικότητας που θα συνθέσει τις ιδιαιτερότητες και διαφοροποιήσεις του πλήθους σε ένα ενιαίο όραμα και στόχο. Μόνον έτσι η δύναμη του λαϊκού στοιχείου αποκτά μία τέτοια δυναμική που υπερβαίνει το άθροισμα των επί μέρους δυνάμεων και μπορεί να πετύχει το «ακατόρθωτο».
Οι «χαρισματικοί» ηγέτες…
Η πολιτική ιστορία έχει να δείξει πολλά παραδείγματα χαλιναγώγησης του πλήθους από λαϊκιστές ηγέτες με καταστροφικές συνέπειες τόσο για το ίδιο όσο και για την ανθρωπότητα. Κι αυτό – σύμφωνα και με τον Λε Μπον «Η ψυχολογία του όχλου» – ο όχλος λειτουργεί υποκινούμενος έντεχνα από τον «ηγέτη» αυτόματα και χωρίς συνείδηση. Τα μαζικά άτομα εύκολα φανατίζονται και δύσκολα «λογίζονται». Είναι σύμφωνα με τον Λε Μπον «ετεροκίνητα, εύπιστα, ευμετάβλητα και ασταθή», ενώ σύμφωνα με τον Φρόϋντ το άτομο στη μάζα βιώνει το αίσθημα μιας ακατανίκητης δύναμης. Έτσι δεν είναι σπάνια τα φαινόμενα ακραίων ενεργειών μίσους και καταστροφών.
«Αν θέλετε τη συμπάθεια των μαζών, πρέπει να λέτε τα πιο ηλίθια και τα πιο χοντρά ψέματα» (Χίτλερ).
Οι «χαρισματικοί» ηγέτες γνωρίζουν πολύ καλά την τεχνική καθοδήγησης της μάζας και γι’ αυτό παρατηρήθηκαν συμπεριφορές του πλήθους που ακύρωναν τη λογική, την ηθική και κάθε έννοια δικαίου. Είναι γνωστές οι εικόνες των Γερμανών που ως αλλαλάζον πλήθος αποθέωνε τον Χίτλερ στα πιο μισαλλόδοξα και παράφρονα κηρύγματα. Στην αρχαία Αθήνα το πλήθος εισάκουσε τις δημαγωγικές υποσχέσεις του Αλκιβιάδη και απέρριψε τις φρόνιμες συμβουλές του Νικία. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Το αιματοκύλισμα της ανθρωπότητας (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) και η καταστροφή των Αθηνών (Σικελική εκστρατεία 415-413π.Χ.).
«Το ζήτημα πια έχει τεθεί: / Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/ όπως αυτός ο δραπέτης / ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/απέναντί τους» («Ο δούλος»)
Επειδή στον άνθρωπο κυριαρχεί η ανάγκη να ανήκει σε μια κοινότητα από την οποία αντλεί την επιβεβαίωσή του και επειδή το πλήθος συμπεριφέρεται ανορθολογικά, οι δημαγωγοί εύκολα τους χαλιναγωγούν και τους καθιστούν δεσμώτες των σχεδίων τους. Χρειαζόμαστε ηγέτες παιδαγωγούς του πλήθους και όχι χειριστές της ευμετάβλητης μάζας των ανθρώπων. Ηγέτες που να οδηγούν το πλήθος και όχι να άγονται από αυτό. Γιατί το δεύτερο γεννά την κολακεία που είναι χειρότερη κι από την τυραννία.
Ο Περικλής υπήρξε το καλύτερο πρότυπο του Ηγέτη – Πολιτικού, έστω και εξιδανικευμένου σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη.
«Κατείχε το πλήθος ελευθέρως, και ουκ ήγετο μάλλον υπ’ αυτού ή αυτός ήγε».