Του Javier Blas
Οι πετρελαϊκές κρίσεις με έχουν απασχολήσει πολλάκις κατά τη διάρκεια της καριέρας μου ως αναλυτής εμπορευμάτων. Ωστόσο, σήμερα, θα ασχοληθώ με την κρίση ενός άλλου τύπου “ελαίου”, που πλήττει σχεδόν όλα τα νοικοκυριά στη Νότια Ευρώπη: του ελαιολάδου.
Αρχικά, να σημειώσω ότι η τιμή του ελαιολάδου έχει εκτιναχθεί σε ιστορικό υψηλό, έχοντας διπλασιαστεί σε σχέση με πέρυσι. Ένας μετρικός τόνος κοστίζει σήμερα 10 και πλέον φορές περισσότερο από ό,τι ένας μετρικός τόνος αργού. Το 2019, πριν από την πανδημία του κορονοϊού, η αναλογία δεν ξεπερνούσε τις 5 φορές.
Για μένα, αυτή η τιμή σοκ έχει και προσωπική διάσταση. Γεννηθείς και ανδρωθείς στην Ισπανία, αγαπώ το ελαιόλαδο· καταναλώνω αρκετά λίτρα κάθε χρόνο. Επιστρέφοντας στην πατρίδα για τις καλοκαιρινές διακοπές, διαπίστωσα ότι το αστρονομικό πλέον κόστος του “υγρού χρυσού” αποτελεί μόνιμο θέμα συζήτησης κατά τη διάρκεια του δείπνου, με τη μητέρα μου να συνοψίζει με τον πλέον κατάλληλο τρόπο την όλη κατάσταση: “Είναι εκτός ελέγχου”. Με μένα και την αδελφή μου να έχουμε επιστρέψει στην πατρική εστία λόγω διακοπών, φοβάμαι ότι ο πατέρας μου να κλειδαμπαρώσει το λάδι.
Θα αναρωτηθεί κανείς, πόσο άσχημη είναι η κατάσταση. Την προηγούμενη εβδομάδα, η τιμή χονδρικής για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο σκαρφάλωσε στο ιστορικό υψηλό των 8.500 δολαρίων ανά μετρικό τόνο, περίπου 125% υψηλότερα από τη μέση τιμή κατά το χρονικό διάστημα 2000-2020. Το προηγούμενο ρεκόρ είχε καταγραφεί το 1996, όταν η τιμή είχε ξεπεράσει ελαφρώς τα 6.200 δολάρια ανά μετρικό τόνο.
Στην περιοχή της Νότιας Ευρώπης και του Λεβάντε, το ελαιόλαδο αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφής αλλά και της κουλτούρας των λαών, έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από κοινά έθιμα που απαντώνται στις ακτές της Μεσογείου. Για πολλές οικογένειες στην περιοχή, η τιμή του έχει φτάσει να συμβολίζει τη “μάχη” ενάντια στον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.
Δυστυχώς για μένα, είμαι ο ειδήμων της οικογένειας, που πρέπει -και αυτή είναι η σωστή διατύπωση- να προβλέψω εν μέσω του γεύματος την εξέλιξη της προσφοράς, της ζήτησης αλλά και της τιμής του ελαιολάδου. Το δε διακύβευμα υψηλό, καθώς ο πατέρας μου θα σπεύσει στο σούπερ μάρκετ να στοκάρει με βάση τη σύστασή μου. Μια κακή πρόβλεψη, σίγουρα θα είχε αντίκτυπο στο επόμενο χριστουγεννιάτικο δώρο μου. Επί του παρόντος, ευτυχώς, το κύρος μου δεν κινδυνεύει: προ ολίγων μηνών, προέβλεψα ότι η τιμή θα πάρει την ανιούσα, όπως και εγένετο. Αλλά αυτό που πραγματικά με ανησυχεί είναι το τι έπεται.
Οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της προσφοράς ελαιολάδου μιλούν για “κρίσιμη κατάσταση”, σύμφωνα με το Oil World, την “Βίβλο” του κλάδου που παρακολουθεί τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς τα τελευταία 65 χρόνια. “Ο περιορισμός της ζήτησης είναι αναπόφευκτος”.
Στο τοπικό σούπερ μάρκετ, στην πατρίδα, ο ταμίας κουνάει δύσπιστος το κεφάλι του. “Πρέπει να αλλάζουμε τις τιμές κάθε εβδομάδα”, λέει – “και συνεχώς ανεβαίνουν”. Η πιο δημοφιλής μάρκα στην Ισπανία πωλείται αυτήν τη στιγμή προς 9,99 ευρώ (11 δολάρια), τιμή υπερδιπλάσια σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν και περίπου τριπλάσια αυτής που οι περισσότεροι θεωρούν φυσιολογική. Το επίπεδο των 10 ευρώ ανά λίτρο θεωρείται “ψυχολογικό όριο” για τους συμπατριώτες μου, όπως είναι για τους Αμερικανούς τα 5 δολάρια το γαλόνι που έφτασε πέρυσι η βενζίνη.
Για τους Ισπανούς, πρόκειται για πραγματική κρίση. Καθώς χρησιμοποιούμε αφειδώς ελαιόλαδο στο φαγητό μας. Και το εννοώ όταν λέω αφειδώς, οποιοσδήποτε εδώ θα γούρλωνε τα μάτια του βλέποντας τα αμερικανικού τύπου μπουκάλια ψεκασμού. Ο μέσος Ισπανός καταναλώνει περίπου 8 λίτρα ελαιόλαδο ετησίως. Οι Ιταλοί, οι Έλληνες και οι Πορτογάλοι επίσης, αν όχι περισσότερο. Αν πολλαπλασιάσει κανείς αυτήν την ποσότητα επί τέσσερα, για μια τετραμελή οικογένεια, ένα νοικοκυριό στην Ισπανία ξοδεύει περισσότερα από 300 ευρώ ετησίως, με βάση τις τρέχουσες τιμές.
Για τον υπόλοιπο κόσμο, ωστόσο, το σοκ είναι πολύ μικρότερο. Παρότι ιδιαίτερα δημοφιλές στη Νότια Ευρώπη, το ελαιόλαδο αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό κλάσμα της ποσότητας βρώσιμων ελαίων που καταναλώνεται παγκοσμίως. Το 2020, αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 2% της παγκόσμιας αγοράς, ποσοστό ανάλογου αυτών του βαμβακέλαιου και του λαδιού από καρύδα. Το φοινικέλαιο και το σογιέλαιο αντιπροσωπεύουν συνολικά το 65% της αγοράς, ενώ το ηλιέλαιο και το κραμβέλαιο ποσοστό 24%.
Η νότια περιοχή της Ανδαλουσίας στην Ισπανία, που θεωρείται η “Σαουδική Αραβία του ελαιολάδου” καθώς αντιπροσωπεύει περίπου το 1/3 της παγκόσμιας προσφοράς, αποτελεί το επίκεντρο της κρίσης. Οι Φοίνικες έφεραν την ελιά στην περιοχή πριν από χιλιετίες και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι την μετέτρεψαν σε έναν απέραντο ελαιώνα. Σήμερα, στην Ισπανία οι καλλιέργειες ελαιοδένδρων καλύπτουν μια έκταση ανάλογη της Μασαχουσέτης, όπου παράγεται περίπου το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου.
Η Ισπανία -ιδίως η Ανδαλουσία- αντιμετωπίζει προβλήματα με την ξηρασία τα τελευταία δύο χρόνια, που ενδεχομένως έχει επιδεινωθεί από την κλιματική αλλαγή. Το τρέχον καλλιεργητικό έτος 2022-2023, η παραγωγή μειώθηκε περίπου στους 663.000 μετρικούς τόνους, κατά 56% χαμηλότερα από το επίπεδο του 2021-2022. Η κατάρρευση αυτή, σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγή στην Ιταλία, όπου ένας παθογόνος οργανισμός σκοτώνει τα ελαιόδενδρα, συρρίκνωση την παγκόσμια παραγωγή στους 2,62 εκατομμύρια τόνους, ποσότητα μειωμένη κατά 1/4 σχεδόν σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Καθώς δε η ζήτηση έχει αυξηθεί, τα παγκόσμια αποθέματα έχουν μειωθεί, με την αναλογία αποθεμάτων προς κατανάλωση να έχει υποχωρήσει στο 12,1%, που είναι το δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο τα τελευταία 50 και πλέον χρόνια.
Με την Ισπανία και την Ιταλία να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην παραγωγή τους, η πίεση μεταφέρεται σε άλλους παραγωγούς. Η Τουρκία, μία από τις λίγες χώρες που είχε καλή σοδειά το 2022-2023, έχει απαγορεύσει τις εξαγωγές ελαιολάδου, σε μια προσπάθεια να μειώσει τις τιμές στο εσωτερικό της.
Η μείωση των αποθεμάτων, πάντως, δεν θα ήταν τεράστιο πρόβλημα, εάν η συγκομιδή την περίοδο 2023-2024 αναμενόταν καλή. Ωστόσο, η παραγωγή στην Ισπανία εκτιμάται ότι μπορεί να αγγίξει τους 737.000 τόνους το 2023-2024, σημειώνοντας μικρή ανάκαμψη σε σύγκριση με την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο και περίπου στο ήμισυ της συνήθους παραγωγής, σύμφωνα με τον μεγαλύτερο αγροτικό συνεταιρισμό της χώρας. Ούτε όμως οι παραγωγοί στην Ιταλία και την Ελλάδα περιμένουν σημαντική βελτίωση.
Βασικό πρόβλημα παραμένει ο καιρός.
Οι παραγωγοί στην Ισπανία αντιμετώπισαν φέτος μια ασυνήθιστα ζεστή άνοιξη, ακριβώς δηλαδή την περίοδο που οι ελιές ανθίζουν και διαμορφώνεται ο καρπός τους. Στη Χαέν, που θεωρείται η πρωτεύουσα του κλάδου στην Ανδραλουσία, η θερμοκρασία τον Απρίλιο ήταν κατά 4 βαθμούς Κελσίου υψηλότερο από τη φυσιολογική. Στη γειτονικό Κόρδοβα, έναν άλλο αναπτυσσόμενο πόλο για τον κλάδο, η θερμοκρασία άγγιζε του 30 βαθμούς Κελσίου επί δύο εβδομάδες τον Απρίλιο – το πιο πρώιμο κύμα καύσωνα που έχει καταγραφεί ποτέ. Από τότε, ο καιρός δεν έχει ευνοϊσει καθόλου τις καλλιέργειες. Η νότια Ισπανία υποφέρει από την ξηρασία και τη ζέστη εδώ και μήνες, συνθήκες που μπορούν να συγκριθούν μόνο με την ξηρασία που σημειώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η παραγωγή ελαιολάδου επίσης συρρικνώθηκε σημαντικά.
Αλλά το πρόβλημα σήμερα είναι πολύ χειρότερο από ό,τι πριν από 40 χρόνια, διότι από τότε η ζήτηση παγκοσμίως έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Με τη μεσογειακή διατροφή να γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής σε όλο τον κόσμο, η κατανάλωση ελαιολάδου έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο σχεδόν στα 3 εκατομμύρια μετρικούς τόνους την τελευταία πενταετία, από 1,64 εκατομμύρια τόνους που ήταν κατά μέσο όρο από το 1980 έως το 1985.
Με τα αποθέματα να βρίσκονται ήδη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, μια νέα κακή καλλιεργητική περίοδος στην Ισπανία, ποσό μάλλον και σε Ιταλία και Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί θα απαιτούσε μια άνευ προηγουμένου κατάρρευση της ζήτησης. Αυτό σημαίνει σημαντική αύξηση των τιμών. Στην αγορά, συζητιέται εάν είναι πιθανό η τιμή χονδρικής να εκτιναχθεί ως τα 10.000 δολάρια ανά τόνο, επίπεδο που κανείς δεν θεωρούσε πιθανό μόλις πριν από μερικούς μήνες. Το στοκάρισμα ελαιολάδου, όπως έκανε προ ολίγον μηνών η οικογένειά μου, θα επιδεινώσει απλώς την κατάσταση. Αλλά οι εναλλακτικές φαντάζουν ζοφερές: ίσως πρέπει να αρχίσω να αγοράζω ελληνική ή πορτογαλικό ελαιόλαδο, ακόμη κι αν αυτό με κάνει να αισθάνομαι ότι προδίδω την πατρίδα μου. Ή ίσως ηλιέλαιο ή κραμβέλαιο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η μόνη μου ελπίδα είναι ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν τόσο άσχημα ώστε να χρειαστεί να σκεφτώ την επιλογή του βουτύρου.
Πηγή:capital.gr