Του Ηλία Γιαννακόπουλου – Φιλόλογου
Όταν οι πολιτικοί θέλουν να αιτιολογήσουν ή δικαιολογήσουν την άρνησή τους για κάποιες αλλαγές αναγκαίες για την λειτουργία της κοινωνίας καταφεύγουν στο γνωστό motto «Δεν είναι ακόμη ώριμη η κοινωνία για να δεχτεί μία τέτοια ρύθμιση ή αλλαγή». Έτσι μεταφέρουν τις πολιτικές τους ευθύνες ή την αβελτηρία τους ή την έλλειψη οράματος και εναλλακτικών λύσεων στην «ανωριμότητα της κοινωνίας». Έτσι γενικά και αόριστα.
Η συζήτηση για τη νομοθέτηση του γάμου των ομοφύλων έφερε στην επικαιρότητα το παραπάνω motto είτε στη θετική του εκδοχή «η κοινωνία είναι ώριμη για μία τέτοια ρύθμιση» είτε στην αρνητική του εκδοχή «η κοινωνία δεν είναι ακόμη ώριμη για μία τέτοια ρύθμιση». Το περίεργο και συνάμα ανησυχητικό είναι πως για κάποια κόμματα, πολιτικούς ή φορείς-θεσμούς αποτελεί το μοναδικό και κυρίαρχο επιχείρημά τους.
Τα παραδείγματα της επίκλησης της «ωριμότητας ή μη της κοινωνίας» είναι πάμπολλα στο βάθος του χρόνου και για μία μεγάλη ποικιλία θεμάτων (κοινωνικά, οικονομικά, εθνικά, θρησκευτικά…). Πολλές φορές το motto αυτό συνιστά και στοιχείο αυτοπροσδιορισμού ή ετεροπροσδιορισμού κάποιου προσώπου, κόμματος ή φορέα.
Οι κοινωνικά συντηρητικοί και αντιδραστικοί συχνά επικαλούνται την «ανωριμότητα της κοινωνίας» σε αντίθεση με τους προοδευτικούς που εύκολα καταφεύγουν στην «ωριμότητα της κοινωνίας» για να δικαιολογήσουν τις ρυθμίσεις και τις αλλαγές που προτείνουν και θεσμοθετούν. Έτσι και οι μεν και οι δε βρίσκουν ένα ισχυρό άλλοθι για την απραξία τους ή για τις τολμηρές τους προτάσεις για κοινωνικές αλλαγές.
Εν τω μεταξύ χρόνια τώρα κανείς δεν αποπειράθηκε να βρει και να περιγράψει το σχετικό «ανωριμόμετρο ή ωριμόμετρο» για την μέτρηση του βαθμού ωριμότητας ή ανωριμότητας του κοινωνικού σώματος. Αυτό θα βοηθούσε πολύ και στην μέτρηση ή και στο χαρακτηρισμό μιας κοινωνίας ως συντηρητικής ή προοδευτικής. Αλήθεια ποιος θα τολμήσει να περιγράψει και να προτείνει κάποια
«ποιοτικά κριτήρια» για την μέτρηση της ωριμότητας ή μη μιας κοινωνίας;
Αν κάτι τέτοιο συμβεί και εφαρμοστεί θα γινόμασταν μάρτυρες επικίνδυνων, γελοίων και τραγελαφικών αποτελεσμάτων και ευρημάτων. Ίσως κατά καιρούς οι επιστήμονες προσπαθούν να θεσπίσουν κάποια standards για την μέτρηση της ωριμότητας του ανθρώπου (ηλικία…)
Αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση οι δυσκολίες είναι πολλές για τον καθορισμό των ποιοτικών ή ποσοτικών κριτηρίων, αφού εκτός από την βιολογική-σωματική ωρίμαση οι άλλες πτυχές της ανθρώπινης ωρίμασης είναι αδύνατο να χωρέσουν σε ένα «ανωριμόμετρο ή ωριμόμετρο».
Αν εξαιρέσουμε τη γνωστική ωριμότητα που μπορούμε κάπως εύκολα να την ορίσουμε-αν μπορούμε κι αυτή βέβαια-η μέτρηση των άλλων πτυχών-υποστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης είναι δύσκολη ή και ανέφικτη. Κι αυτό γιατί η ωρίμαση κάποιας πτυχής-υπόστασης του ανθρώπου προϋποθέτει και στοιχεία ωρίμασης των άλλων πτυχών-υποστάσεων. Η κοινωνική ωρίμαση για παράδειγμα προϋποθέτει την γνωστική, ηθική και ψυχολογική και συναισθηματική ωρίμαση.
Γνωστή, επίσης, είναι και η φράση «κατόπιν ωρίμου σκέψεως» που υποδηλώνει πως το υποκείμενο έδρασε μετά από ενδελεχή εξέταση των συνθηκών-δεδομένων και με βάση τους κανόνες της λογικής και όχι μόνον.
Ας μην ξεχνάμε, όμως, και την ετυμολογία και το ριζικό σύστημα της λέξης Ωριμότητα. Ο όρος πηγάζει τη λέξη *Ώρα. Ό,τι ,δηλαδή, είναι στην ώρα του είναι και Ώριμο και γι αυτό είναι και Ωραίο. Γι αυτό μιλάμε για την Ωραιότητα κάποιου ανθρώπου ή μιας κατάστασης και την προσπάθεια εξωραϊσμού της πραγματικότητας που πολλές φορές επιχειρεί η κυβέρνηση για πολιτικά και κομματικά οφέλη.
Αν επιχειρήσουμε μία ιστορική αναδρομή για την επισήμανση εκείνων των στοιχείων (αλλαγών, μεταρρυθμίσεων, επαναστάσεων…) που συντελέστηκαν ή αναβλήθηκαν για ευθετότερο χρόνο, ίσως θα εκπλαγούμε πως τα αυτονόητα του σήμερα τότε θεωρήθηκαν ακατανόητα με την αιτιολογία ή δικαιολογία την ανωριμότητα της κοινωνίας.
Αν και τα στοιχεία για τους προϊστορικούς χρόνους είναι ελάχιστα μπορούμε ωστόσο να πιθανολογήσουμε τις αντιδράσεις κάποιου τμήματος των πρωτόγονων κοινωνιών τόσο για την χρήση της φωτιάς όσο και για την εφεύρεση του τροχού. Κι αυτό γιατί πάντοτε ένα μεγάλο τμήμα του κοινωνικού σώματος αντιμετωπίζει με φόβο και έντονο σκεπτικισμό το καινούριο.
Ό,τι αλλάζει τις συνήθειές μας και τα γνωστά, τα δεδομένα επωάζει την ανασφάλεια και την δυσπιστία μας. Ο άνθρωπος δύσκολα προσαρμόζεται στο άγνωστο και το καινούριο.
Σε πολιτικό επίπεδο όσο κι αν η Δημοκρατία σήμερα ως πολίτευμα τυγχάνει της παγκόσμιας αποδοχής, η καθιέρωσή της πέρασε από χίλια κύματα. Κι αυτό γιατί οι αρνητές της δυσπιστούσαν για την ωριμότητα και την ικανότητα του δήμου-λαού να σκέπτεται και να αποφασίζει.
Την πρώτη αποδοκιμασία κάποιων δημοκρατικών στοιχείων – στο όνομα της ανωριμότητας και ανικανότητας του πλήθους – την εντοπίζουμε στο πάθημα και τον εξευτελισμό του Θερσίτη που τόλμησε να κρίνει το βασιλιά Αγαμέμνονα. Ένας παρακατιανός δεν δικαιούται να κρίνει τον ηγέτη του.
“Θερσίτης δ’ έτι μούνος αμετροεπής εκολώα, / Ος ρ’ έπεα φρεσίν ήσιν άκοσμά τε πολλά τε ήδη, / μαψ, ατάρ ου κατά κόσμον, εριζέμεναι βασιλεύσιν”. (Ιλιάδα, Β 212)
Την απρεπή στάση και το υβρεολόγιο του Θερσίτη το τιμώρησε σκληρά ο Οδυσσέας που εκτός των άλλων απέρριψε κάθε ιδέα για συλλογική-δημοκρατική εξουσία.
“Ου μεν πάντες βασιλεύσομεν ενθάδε Αχαιοί. / Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη. Εις κοίρανος έστω, / εις βασιλεύς”. (Ιλιάδα, Β 204)
Ρητά, δηλαδή, ο Οδυσσέας, το τσιράκι του Αγαμέμνονα, δηλώνει πως το πολυβασιλίκι είναι κακό πράγμα κι ένας ας είναι ο αφέντης-βασιλιάς.
Βέβαια οι απόψεις για την ανωριμότητα και την ανικανότητα του λαού για τη δημοκρατία εξακολουθούσαν να κυριαρχούν και στην Αθήνα πριν την οριστική καθιέρωσή της και μετά τα γενναία βήματα του Κλεισθένη και του Εφιάλτη. Ο ίδιος ο Ηρόδοτος μάς παραδίδει τις αναχρονιστικές αυτές αντιλήψεις σε έναν υποθετικό διάλογο μεταξύ τριών Περσών (Οτάνη, Μεγάβυξου και Δαρείου). Απόψεις φυσικά που απηχούν τον σκεπτικισμό των Ελλήνων απέναντι στην προοπτική ανάληψης της εξουσίας από το λαό.
Μία γρήγορη περιήγηση στη ιστορία του Ηροδότου θα μάς έκανε σοφότερους για το θέμα αυτό. Ο υπέρμαχος της δημοκρατίας Οτάνης δηλώνει πως στη δημοκρατία η διακυβέρνηση στηρίζεται στην ισονομία και οι άρχοντες λογοδοτούν.
“Εν γαρ τω πολλώ ένι τα πάντα” (από τους πολλούς απορρέουν τα πάντα)
Ο Μεγάβυξος αντιτείνει πως στο άχρηστο πλήθος υπάρχει πολλή ανοησία, αυθάδεια, ακρισία και απαιδευσία. Τον λαό κυβερνούν τυφλές παρορμήσεις και εκδηλώνεται χωρίς λογική-ωριμότητα.
Ανάλογες είναι και οι θέσεις-εκτιμήσεις του Δαρείου για την ωριμότητα και την ποιότητα του λαού. Θεωρεί, δηλαδή, στη δημοκρατία φύονται διχόνοιες και επαναστάσεις καθώς οι πολλοί συγκρούονται διεκδικώντας μεγαλύτερη εξουσία.
Στους κατοπινούς και νεότερους χρόνους ανάλογη ήταν η δυσπιστία προς την ωριμότητα και την ικανότητα της κοινωνίας και του πλήθους να δεχτούν τα νέα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα. Χαρακτηριστική περίπτωση η θέση του Γαλιλαίου για την κίνηση της Γης που εξόργισε την Παπική Εκκλησία με αποκορύφωμα τον αφορισμό και την απειλή θανάτωσής του. Η αιτία, φυσικά, πάντα η ίδια. Η αδυναμία και η ανωριμότητα του λαού και της κοινωνίας να ασπαστεί τις νέες θεωρίες της Επιστήμης.
Η ανωριμότητα της κοινωνίας – πάντα κατά τους υπέρμαχους του κοινωνικού συντηρητισμού – διαφάνηκε και προβλήθηκε ως γεγονός και με την εμφάνιση των πρώτων αυτοκινήτων στους δρόμους. Η ταχύτητα των 30-40 χιλιομέτρων την ώρα των τότε αυτοκινήτων φόβισε τα πλήθη και τα τρόμαξε.
Ανάλογες ήταν και οι αντιδράσεις των Ελλήνων στη θέα του πρώτου τρένου επί Τρικούπη, αφού θεώρησαν πως ο ήχος και η ταχύτητά του θα δημιουργούσε πρόβλημα ακόμη και στα παρακείμενα στον κάμπο ζώα.
Η ανάλογη ανωριμότητα της κοινωνίας διαπιστώθηκε και σε πολλά κοινωνικά θέματα, όπως η ψήφος των γυναικών. Οι εφημερίδες της εποχής σχολιάζουν με ειρωνεία κάθε σκέψη για θέσπιση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες. Μία καταστροφολογία συνόδευε τις εκτιμήσεις της εποχής για ένα αυτονόητο και δημοκρατικό δικαίωμα.
Η αιτιολογία και η δικαιολογία, όπως πάντα η ανωριμότητα της κοινωνίας για τέτοια δικαιώματα.
Στα νεότερα χρόνια η επίκληση της ανωριμότητας της κοινωνίας εστιάζεται στην αποποινικοποίηση της μοιχείας, στο δικαίωμα των γυναικών να διατηρούν το επώνυμό τους, στη θέσπιση του πολιτικού γάμου και του συμφώνου συμβίωσης.
Άξιο μνείας είναι και η αφαίρεση του Χ.Ο (Χριστιανός Ορθόδοξος) που κινητοποίησε την Εκκλησία και το συντηρητικό τμήμα της παραδοσιακής δεξιάς. Το επιχείρημα της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ πως αυτή η ρύθμιση ισχύει σε όλη την Ευρώπη βρήκε ως αντίλογο πως η ελληνική κοινωνία είναι «ανώριμη» για τέτοιες ρυθμίσεις, αφού οι δεσμοί του Έλληνα με την Εκκλησία είναι στενοί.
Φυσικά δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που η επίκληση της ανωριμότητας της κοινωνίας εμπόδισε την αληθινή ανάγνωση και ερμηνεία κάποιων ιστορικών γεγονότων ή και περιόδων (κρυφό σχολείο, η πατρότητα του ΟΧΙ, η ημερομηνία έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης…).
Ας είμαστε, λοιπόν, επιφυλακτικοί απέναντι στη θέση περί «ωριμότητας ή και ανωριμότητας της κοινωνίας» και σε κάθε προσπάθεια όλων εκείνων που την επικαλούνται και την χρησιμοποιούν ως άλλοθι για την πολιτική τους δειλία, αβελτηρία και ιδεολογική κενότητα.
Ο κοινωνικός συντηρητισμός βαδίζει πάντοτε παράλληλα με τον πολιτικό συντηρητισμό, αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοκαλύπτονται.